- ηπατοσκοπία
- ἡπατοσκοπία, ή (Α) [ηπατοσκόπος]η μαντεία από την παρατήρηση τού ήπατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡπατοσκοπία — ἡπατοσκοπίᾱ , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem nom/voc/acc dual ἡπατοσκοπίᾱ , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατοσκοπίας — ἡπατοσκοπίᾱς , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem acc pl ἡπατοσκοπίᾱς , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατοσκοπίαι — ἡπατοσκοπίᾱͅ , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατοσκοπίαν — ἡπατοσκοπίᾱν , ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡπατοσκοπίαις — ἡπατοσκοπία inspecting of the liver fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπατοσκοπικός — ἡπατοσκοπικός, ή, όν (Α) [ηπατοσκοπία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία από το ήπαρ 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡπατοσκοπική η ηπατοσκοπία … Dictionary of Greek
ηπατοσκοπώ — ἡπατοσκοπῶ, έω (Α) [ηπατοσκόπος] ασκώ ηπατοσκοπία, παρατηρώ το ήπαρ για να μαντέψω … Dictionary of Greek
ԼԵՐԴԱՀՄԱՅ — ( ) NBH 1 0884 Chronological Sequence: Early classical, 14c ԼԵՐԴԱՀՄԱՅ ԼԻՆԵԼ. ԼԵՐԴԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. ἠπατοσκοπέω jecur speculor, exta consulo ἠπατοσκοπία jecinoris inspectio. Հմայել դիտողութեամբ լերդին. սուտ գուշակութիւն զննութեամբ լերդի. *հարցումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼԵՐԴԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0884 Chronological Sequence: Early classical, 14c ԼԵՐԴԱՀՄԱՅ ԼԻՆԵԼ. ԼԵՐԴԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. ἠπατοσκοπέω jecur speculor, exta consulo ἠπατοσκοπία jecinoris inspectio. Հմայել դիտողութեամբ լերդին. սուտ գուշակութիւն զննութեամբ լերդի. *հարցումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)